- ῥαφανίδιον
- ῥᾰφᾰν-ίδῐον [ῑδ], τό, Dim. of ῥαφανίς, Pl.Com. 171.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥαφανίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφανίδιον — τὸ, Α [ῥαφανίς, ίδος] μικρή ῥαφανίδα, μικρό ρεπανάκι … Dictionary of Greek